- αλεξία
- Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές βλάβες, κυρίως ημιπληγίες, εγκεφαλικές μαλακύνσεις, αλλά και νεοπλασματικές καταστάσεις.
Μορφή α. είναι και η μουσική τύφλωση ή αισθητική αμουσία, κατά την οποία ο άρρωστος αδυνατεί να διαβάσει και να κατανοήσει τα μουσικά σύμβολα.
* * *η Ιατρ.αδυναμία αναγνώσεως γραμμάτων ή λέξεων, ενώ η οπτική ικανότητα τού αρρώστου είναι φυσιολογική (γραμματική ή λεκτική τύφλωση). Παρουσιάζεται συνήθως μαζί με άλλα αφασικά συμπτώματα και οφείλεται κυρίως σε βλάβες τής γωνιώδους έλικας τού κάτω βρεγματικού λοβού τού εγκεφάλου στο επικρατούν ημισφαίριο (κατά 95% αριστερά).[ΕΤΥΜΟΛ. < alexia, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + λέξη + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.